- περικαρπίου
- περικάρπιονcase of fruitneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναδύματα — Προεκτάσεις της επιδερμίδας των φυτών. Σχηματίζονται από την επιδερμίδα και από τις εσωτερικές κυτταρικές στιβάδες. Α. είναι τα αγκάθια των φυτών, όπως εκείνα της τριανταφυλλιάς ή και τα άγκιστρα όπως εκείνα του λυκίσκου. * * * τα Βοτ. προεκβολές … Dictionary of Greek
αναστόμωση — Στην ιατρική, α. ονομάζεται η συνένωση δύο αγγείων τα οποία αποτελούν με τον τρόπο αυτό ένα ενιαίο (τοξοειδήςα.) ή η συνένωση δύο παράλληλων αγγείων με ένα μικρότερο (εγκάρσια α.). Οι α., που είναι απαραίτητες για τις απολινώσεις, αφορούν συνήθως … Dictionary of Greek
εκφλοιωτής — ο μηχανή που χρησιμοποιείται για το ξεφλούδισμα κορμών δέντρων ή για την αφαίρεση του περικαρπίου διαφόρων καρπών … Dictionary of Greek
ενδοκάρπιο — Το εσωτερικό μέρος του περικάρπιου των καρπών, που αποτελεί τον πυρήνα (κουκούτσι). Μπορεί να είναι λεπτό και υμενώδες (όπως στον αρακά και στο φασόλι), ή παχύ και ξυλώδες (όπως το κουκούτσι του κερασιού, του δαμάσκηνου κ.ά.). * * * το το… … Dictionary of Greek
κιβούρι — το (ΑΜ κιβώριον, Μ και κιβούριον και κιβούριν) νεοελλ. μσν. τάφος, μνήμα 2. φέρετρο 3. ονομασία χορδόφωνου οργάνου μσν. 1. θολωτή στέγη, «ουρανός», κουβούκλιο πάνω από την αγία τράπεζα 2. θολωτό ταφικό μνημείο 3. σαρκοφάγος 4. κιβώτιο αρχ. 1. το… … Dictionary of Greek
μεσοκάρπιος — α, ο, θηλ. και ος και μεσοκαρπικός, ή, ό (Α μεσοκάρπιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το μεσοκάρπιο(ν) το μέσο τού καρπού τού χεριού νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. βοτ. το μεσαίο στρώμα τού περικαρπίου τών αγγειόσπερμων φυτών που βρίσκεται μεταξύ εξωκαρπίου… … Dictionary of Greek
σκέπασμα — το, ΝΜΑ [σκεπάζω] αυτό με το οποίο σκεπάζεται, καλύπτεται κάτι, κάλυμμα (α. «σκέπασμα τού πιθαριού» β. «σκέπασμα τού πηγαδιού» γ. «τὸ φύλλον περικαρπίου σκέπασμα», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκεπάζω, κάλυψη 2.… … Dictionary of Greek
σύγκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] είμαι σύνθετος από πολλά μέρη, συναποτελούμαι, συνίσταμαι (α. «το συμβούλιο σύγκειται από πέντε μέλη» β. «μέλος ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῡ», Πλάτ. γ. «δέον συγκεῑσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ… … Dictionary of Greek
Μέντελ, Γκρέγκορ — (Gregor Mendel, Χέντσεντορφ, Σιλεσία 1822 – Μπρνο 1884). Αυστριακός βοτανικός και αυγουστινιανός μοναχός. Ο Μ. είχε εξαιρετικές επιδόσεις στο σχολείο και, επειδή οι πόροι της οικογένειάς του ήταν περιορισμένοι, στην προσπάθειά του να ακολουθήσει… … Dictionary of Greek